Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

young horse


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο young παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: horse

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
young adj (at an early stage in life)νέος επίθ
  (μεταφορικά)μικρός επίθ
 He is still young and has a lot to learn.
 Είναι νέος ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.
 Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.
young adj (youthful) (άνθρωπος)νέος επίθ
  (δέρμα, σώμα, σκέψη κλπ)νεανικός επίθ
 You look very young for someone over sixty.
 Δείχνεις πολύ νέος για κάποιον που έχει περάσει τα εξήντα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα.
young adj (occurring early in life)νεανικός επίθ
 Young love can be difficult on the emotions.
 Οι νεανικοί έρωτες μπορεί να είναι δύσκολοι συναισθηματικά.
young n (offspring)μικρό επίθ ως ουσ ουδ
 The lion's young drank their mother's milk.
be young,
still be young
v expr
literary, humorous (night, evening: only just have started)έχω μόλις αρχίσει έκφρ
 You aren't going home already? The night is still young!
the young npl (young people)η νεολαία άρθ ορ + ουσ θηλ
  οι νέοι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
 The young will always refuse to listen to their parents.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
young adj (inexperienced)νεός, καινούριος επίθ
 He is young at this job, but he will get better in time.
young adj (food or drink: not aged)μη παλαιωμένος περίφρ
  φρέσκος επίθ
 This is a young wine and has not developed much character.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
angry young man n UK, figurative (1950s male writer)Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα
angry young man n figurative (politically active male) (μεταφορικά)πολιτικοποιημένος νέος έκφρ
chit of a girl,
chit,
young chit
n
dated, pejorative (young, immature girl)ανώριμο κορίτσι επίθ + ουσ ουδ
  (ειρωνικά)κοριτσάκι ουσ ουδ
die young vi + adj (not live to a very old age)πεθαίνω νέος περίφρ
  (ευφημισμός)φεύγω νέος περίφρ
 Sometimes it seems that only the good die young.
rather young adv + adj (not quite old enough)σχετικά νέος, σχετικά μικρός επίθ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 He seems rather young to be applying for this job.
too young adv + adj (not old enough)νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος επίθ
 Children are much too young to donate blood.
YA n as adj initialism (young adult)νεαρός ενήλικας επίθ + ουσ αρσ
young adult n (youth in late teens or early twenties)νεαρός ενήλικας επίθ + ουσ αρσ/θηλ
 Nick is only 21; he wants to hang out with other young adults rather than spend all his time with his family.
young adult n as adj (YA: for youth in late teens)για νεαρούς ενήλικες περίφρ
 The librarian showed Tina to a shelf of young adult books.
young adult fiction,
young adult literature
n
(books for readers in late teens)λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες φρ ως ουσ θηλ
the young at heart npl (people: youthful in spirit)αυτοί που νιώθουν νέοι περίφρ
young at heart adj (youthful in spirit)που νιώθει νέος περίφρ
young blood,
new blood
n
uncountable, figurative (youthful people, fresh ideas) (άτομο)νέος επίθ
  (σκέψη)φρέσκια ιδέα επίθ + ουσ θηλ
young girl n (female child)νεαρό κορίτσι ουσ ουδ
 The young girl is going to school on foot.
young lady n polite (female child or youthful adult)νεαρό κορίτσι ουσ ουδ
young man n (male child or youthful adult)νέος άντρας ουσ αρσ
 My 15-year-old grandson is a polite, helpful young man.
young one n (child)παιδί ουσ ουδ
 Come on, young ones, it's your bedtime!
young ones npl (youth, adolescents)νεολαία ουσ θηλ
  οι νέοι άρθ ορ + επίθ ως ουσ
  (καθομιλουμένη)οι νεολαίοι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
 The young ones were drinking Coke and Fanta, while the grown-ups were drinking wine.
young person,
plural: young people
n
often pl (youth, adolescent) (ως σύνολο)νεολαία ουσ θηλ
  (ένας ένας)νέος, νέα επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ
  νεαρός, νεαρή ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Most movies today are targeted towards young people.
young woman n (youthful adult female)κοπέλα ουσ θηλ
  νεαρή επίθ ως ουσ θηλ
  νεαρή γυναίκα επίθ + ουσ θηλ
  (παλαιό)κορασίδα ουσ θηλ
young-looking adj (having a youthful appearance)που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση περίφρ
  που μικροδείχνει περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'young horse' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση young horse στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «young horse».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!